- υπερισχύω
- ὑπερισχύω ΝΑ [ἰσχύω]είμαι ή αναδεικνύομαι πανίσχυρος, επικρατώ, υπερνικώ, επιβάλλομαιαρχ.1. (για φωτιά) έχω υπέρμετρη ένταση2. (για δέντρα) είμαι εξαιρετικά γόνιμος, παραγωγικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερισχύω — υπερισχύω, υπερίσχυσα βλ. πίν. 5 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υπερισχύω — υπερίσχυσα, μτβ. και αμτβ., επικρατώ, υπερνικώ, επιβάλλομαι: Υπερίσχυσε η λογική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπερισχύω — ὑπερισχύ̱ω , ὑπέρ ἰσχύω to be strong pres subj act 1st sg ὑπερισχύ̱ω , ὑπέρ ἰσχύω to be strong pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικρατώ — (AM ἐπικρατῶ, έω) [κρατώ] 1. επιβάλλομαι, υπερτερώ, νικώ («τῶν δὲ ἐχθρῶν πλέον ἐπικρατήσετε», Λυσ.) 2. (για καταστάσεις, έννοιες, διαθέσεις κ.λπ.) υπερισχύω, κυριαρχώ, υπερέχω («επικράτησε η σύνεση») 3. (για λόγους, θεωρίες, τάσεις κ.λπ.) είμαι… … Dictionary of Greek
κραταιώνω — (AM κραταιῶ, όω) [κραταιός] κάνω κάποιον ή κάτι κραταιό, ισχυροποιώ, ενισχύω, ενδυναμώνω («τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῡτο πνεύματι», ΚΔ) μσν. αρχ. φρ. «κραταιοῡμαι ὑπέρ τινα» υπερισχύω κάποιου («ἐὰν κραταιωθῆ Συρία ὑπὲρ ἐμέ, καὶ ἔσεσθέ μοι… … Dictionary of Greek
υπερίσχυση — η, Ν το αποτέλεσμα τού υπερισχύω, επικράτηση, επιβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερισχύω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερίσχυσις, μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
υπερεκνικώ — άω, Μ κατανικώ, υπερισχύω πλήρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκνικῶ «υπερισχύω, επικρατώ»] … Dictionary of Greek
αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… … Dictionary of Greek
βρίθω — (Α βρίθω) είμαι κατάφορτος, είμαι γεμάτος από κάτι αρχ. 1. κάμπτομαι από το βάρος, λυγίζω 2. υπερισχύω, επικρατώ 3. παρέχω με αφθονία, φορτώνω κάποιον με δώρα κ.λπ. 4. είμαι βαρύς («ἔρις βεβριθυῑα» βαριά διαμάχη). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το ρ. βρίθω όσο… … Dictionary of Greek
διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… … Dictionary of Greek